Ακ - Νταγ - Μαντέν

    Στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1828-29 και με την παρακμή των μεταλλείων της Αργυρούπολης, πολλές οικογένειες Ελλήνων μεταλλωρύχων μετανάστευσαν. Αναζητώντας εργασία κι ένα καλύτερο μέλλον, ένα κύμα μεταναστών εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Άκνταγ Μαντέν. Εκεί, όπου τα κοιτάσματα ήταν πλούσια σε μόλυβδο και άργυρο, ίδρυσαν μια καινούργια μεταλλουργική κοινότητα... το Ελληνικό Μεταλλείο Άκνταγ (Akdağ).
    Η επαρχία του Άκνταγ Μαντέν βρίσκεται ανατολικά της Άγκυρας και νότια της Αμάσειας σε υψόμετρο 1330 μ.. Υπαγόταν διοικητικά στην Υοσγάτη (Yozgat), ενώ εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Χαλδίας.
    Από τα 150 χωριά της επαρχίας, τα 30 ήταν ελληνικά. Όλα είχαν τούρκικες ονομασίες. Οι κάτοικοι, Ματεντζήδες, Μετεντζήδες, Άκταγληδες ή και Μετενλήδες, ήταν θεοσεβούμενοι. Σε κάθε χωριό, ακόμα και στα μικρά, υπήρχε εκκλησία. Επίσης διατηρούσαν σε κάθε χωριό σχολείο, γεγονός που αποδεικνύει το ενδιαφέρον για την πνευματική και μορφωτική πρόοδο των παιδιών τους. Συνολικά η επαρχία είχε 31 ενοριακούς ναούς, 28 δημοτικά σχολεία, δύο Ημιγυμνάσια και τρία Παρθεναγωγεία.
    Η κωμόπολις Άκνταγμαντέν (Akdağmadeni), πρωτεύουσα της επαρχίας, χτισμένη σε κοιλάδα με άφθονα νερά και πλούσια βλάστησι, μετρούσε περίπου 8.500 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.000 ήταν Έλληνες, οι υπόλοιποι ήταν Τούρκοι και Αρμένοι. Αναπτύχθηκε γρήγορα και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο οικισμό, σημαντικό πνευματικό και εμπορικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Στο κέντρο της πόλης, στη συνοικία Αγίου Χαραλάμπους, βρισκόταν η ομώνυμη Μητρόπολη. Στη συνοικία Αχιζγάμουσλίμ Μαχαλασί, στην άκρη της πόλης, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Σταυριώτες,  Έλληνες Κρυπτοχριστιανοί από το Σταυρίν της Αργυρούπολης. Εκεί λειτουργούσε η κεντρική αγορά. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μεγαλύτερα καταστήματα άνηκαν σε Έλληνες έμπορους, οι οποίοι είχαν άμεση επικοινωνία με την Σαμψούντα. Τα εμπορεύματα από την Σαμψούντα τα έφερναν καραβάνια από καμήλες.
    Σημαντική προσφορά στην κοινωνία είχε το Ορφανοτροφείο. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο συγκεντρώθηκαν περίπου 300 ορφανά από όλη την περιοχή. Το συντηρούσαν οι πλούσιες οικογένειες της περιοχής και οι εκκλησίες. Δυστυχώς υπήρξε αφορμή για τον απαγχονισμό των προυχόντων της περιοχής, οι οποίοι δικάστηκαν στην Αμάσεια, στα περίφημα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας κατά το 1921 για τη δημιουργία Ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας.
    Όσο η περιοχή ήταν μεταλλοφόρα, ο Ελληνισμός του Άκνταγ Μαντέν ήταν απαλλαγμένος από αγγαρείες και στρατεύσεις.
    Όταν τα μεταλλεία άρχισαν να εξαντλούνται, περίπου στα 1880, ο πληθυσμός άρχισε να ασχολείται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, έγιναν έμποροι και βιοτέχνες κ.α.. Πολλοί διέπρεψαν ως κτίστες, εργαζόμενοι ακόμα και σε αρκετά μικρασιατικά κέντρα, όπως στη Σμύρνη, αλλά και σε πόλεις του Εύξεινου Πόντου και κατασκεύαζαν οικίες, τζαμιά, ναούς, σχολεία και γέφυρες.     
    Καραπίρ (300 οικογένειες), Αμπντουραχμανλί (300 οικογένειες), Κιουλήκ και Χάλχατζη (από 250 οικογένειες) ήταν τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής.
    Φτάντοντας στην Ελλάδα, μετά την Ανταλλαγή, οι Μετεντζήδες διασκορπίστηκαν κυρίως στη βόρεια Ελλάδα και κατά μικρότερες ομάδες σε άλλα διαμερίσματα της χώρας.


Πηγές:
- Κ.Ν. Νικολαΐδης:           Οι Ρωμιοί της Υοσγάτης και του Μεταλλείου Άκνταγ (2014)
- Γεώργιος Κ. Φωτιάδης:      Το Ελληνικόν Μεταλλείον Ακ-Δαγ (Αθήνα 1994)
- Ράνια Δ. Καλογερίδου:       Ακ Νταγ Ματέν - Οικογένεια Χατζηδάκη
                  Μια πόλη και μια οικογένεια του Πόντου
                  Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη - Θεσσαλονίκη                   (2016)
- Π.Η. Μελανοφρύδης:      Ακ-νταγ - Ποντιακή Εστία, Τεύχος 62
- Αθανάσιος Κωνσταντινίδης: Ακ - Νταγ - Μαντέν και τα πέριξ ελληνικά χωριά - Ποντιακή                   Εστία, Τεύχος 63-64