Περί πυγολαμπίδων
Tο χωριό της μητέρας μου, ο Κεχρόκαμπος βρίσκεται στον ορεινό όγκο του νομού Καβάλας. Το χωριό του πατέρα μου είναι οι Κρηνίδες, κοντά στην πόλη της Καβάλας. Περισσότερο κωμόπολη θα το έλεγε κανείς, χωρίς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός χωριού. Τις καλοκαιρινές μας διακοπές τις περνούσαμε πάντοτε και στα δύο μέρη. Οι Κρηνίδες άρχισαν να αποκτούν για εμένα ενδιαφέρον όταν ξεκίνησα τις νυχτερινές εξόδους. Αντίθετα με το χωριό της μητέρας μου συνδέω ωραίες παιδικές αναμνήσεις με τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Θυμάμαι τους χωματόδρομους, τις αγελάδες και τα άλλα ζώα και διάφορα προϊόντα από τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία όπως τα λαχανικά, το φρέσκο γάλα, τα αυγά και άλλα που παρήγαγαν μόνοι τους. Μνήμες που έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μου για πάντα και με γεμίζουν με νοσταλγία για το παρελθόν.
Κάθε πρωί μου έδιναν να πιω φρεσκοαρμεγμένο, βρασμένο γάλα που είχε έντονη μυρωδιά…δεν το ήθελα καθόλου. «Είναι πολύ υγιεινό» μου έλεγαν... Το έπινα μετά από πάρα πολύ πίεση. Συχνά έτρεχα στο στάβλο και καθόμουν δίπλα στον παππού και τη γιαγιά μου οι οποίοι άρμεγαν τα ζώα. Ο παππούς μου άρμεγε 10 λίτρα σε 10 λεπτά. Εγώ κατάφερνα να γεμίσω την ίδια ώρα ίσα ίσα ένα ποτήρι του ούζου. ‘Άρμεγα με τόση δύναμη και χωρίς κανέναν συντονισμό, η αγελάδα σίγουρα θα διαμαρτυρόταν εάν είχε τη δυνατότητα. Πίσω από τον στάβλο μας ο παππούς και η γιαγιά μου φιλήθηκαν για πρώτη φορά…κρυφά εννοείτε…
Το πρωί ενώ ακόμα κοιμόμασταν, ο παππούς μου ξυπνούσε από το λάλημα του πετεινού και πήγαινε μαζί με τις αγελάδες στο βουνό για να βοσκίσουν. Η σημαντικότερη στιγμή της ημέρας για εμένα και τον αδερφό μου ήταν όταν πηγαίναμε με τον παππού μου να φέρουμε πίσω στο σπίτι τις αγελάδες με την συνοδεία του Τζόνυ του σκύλου μας. Δεν θυμάμαι τι συζητάγαμε στη διαδρομή αλλά είμαι σίγουρος πως είχα πολλές απορίες και πως εκείνος απαντούσε σε όλες. Και για εκείνον ήταν σημαντικές οι μέρες που περνούσε με τα εγγόνια του. Μας έβλεπε μία φορά το χρόνο. Οι στιγμές αυτές για εμένα ήταν μοναδικές. Ο παππούς μου κι εγώ μαζί στο βούνο... Έμοιαζε με μικρή περιπέτεια...
Πολλές φορές χτυπούσαμε το γάλα μας μέσα στο δουρβάνι για να φτιάξουμε βούτυρο. Φανταστείτε φρέσκο ψωμί με χειροποίητο βούτυρο και ρετσέλι από τη συκιά της αυλής. Αυτά έχει η ζωή στο χωριό.
Τα αυγά που έτρωγα πάντα τα έφερνα μέσα από το κοτέτσι, στο οποίο έμπαινα με πολύ προσοχή για να γλιτώσω από τις κότες που με πλησίαζαν απειλητικά. Πραγματικά τις φοβόμουν. Θυμάμαι πόσο ζεστά ήταν τα αυγά όταν τα έβγαζα από τη φωλιά τους. Δεν ήταν τόσο άσπρα και καθαρά όσο αυτά στο σουπερ μάρκετ αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι στο χωριό όλα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και πιο αγνά.
Κάθε πρωί πήγαινα στην κουζίνα, αφού πρώτα ακουμπούσα τους βασιλικούς στην αυλή μας για να μυρίσω το άρωμα τους στις παλάμες μου. Η γιαγιά μου είχε ήδη πάει στον κήπο για να μαζέψει πράσινες πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες και αγγουράκια. Με μια ματιά μπορούσα να καταλάβω ότι σε λίγο θα έτρωγα τις νοστιμότερες και πιο ζουμερές ντομάτες στη σαλάτα που θα ετοίμαζε και της μελιτζάνες τηγανιτές με μπόλικο σκόρδο. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει αλλάξει.
…οι κωλοφωτιές
Γνωρίζαμε το μέρος όπου θα βλέπαμε και θα πιάναμε κωλοφωτιές, έτσι λέγαμε τις πυγολαμπίδες στο χωριό μας. Συνήθως πηγαίναμε παρέα με τα ξαδέρφια μου, τον Κωστάκη, τη Βάσω, τη Γιάννα αλλά και μία φίλη μας την Πόπη. Κάποιες φορές και με τα άλλα ξαδέρφια μου τον Κώστα και τον Θωμά. Κρυβόμασταν για να τις πιάσουμε και για να τις βάλουμε πάνω στις μύτες μας όπου φωσφόριζαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκεί έμεναν για αρκετή ώρα. Αυτές οι στιγμές έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.... Μέχρι σήμερα δεν είδα ποτέ ξανά τόσες πυγολαμπίδες.
Και πριν μας βάλουν για ύπνο περιμέναμε να δούμε τον περιβόητο σκαντζόχοιρο που λεγόταν πως κυκλοφορούσε κάθε βράδυ στην αυλή μας. Κάναμε ησυχία για να τον δούμε και αν θυμάμαι καλά όντως κάποιo βράδυ εμφανίστηκε στην αυλή μας.
Τα πρωϊνά μας ξεκινούσαν με χτυπητό αυγό. Πολλοί από εσάς ίσως να μην το γνωρίζετε. Ξεχάστε ό,τι ξέρετε. Τρεις κρόκοι, 8 κουταλιές ζάχαρη... εγώ καθόμουν στην αγκαλιά του παππού μου και εκείνος χτυπούσε με πολύ δύναμη για 10 λεπτά το μίγμα μέχρι αυτό να γίνει κρέμα. Μία γεύση ασύλληπτη. Το τρώγαμε μαζί με ψωμί και το ζητούσαμε κάθε μέρα.
Μαζί με τον αδερφό μου καβαλούσαμε συχνά τα γαιδουράκια μας και κάποιες φορές και το μουλάρι του θείου μας του Κώτσου. Την φωνάζαμε Κούκλα επειδή ήταν πολύ όμορφη.
Θυμάμαι και τον παππού μας στη Γερμανία. Τρώγαμε βερύκοκα αλλά δεν πετούσαμε ποτέ τα κουκούτσια. Μπροστά από το διαμέρισμα μας στην Γερμανία υπήρχε μια πέτρινη πλάκα. Φτύναμε πάνω στην πέτρα και μετά τρίβαμε με δύναμη το κουκούτσι μέχρι να εμφανιστεί το άσπρο μέρος, το οποίο αφαιρούσαμε. Έπειτα τοποθετούσαμε το κουκούτσι ανάμεσα στα χείλη και τα δόντια. Έτοιμη ήταν η σφυρίχτρα. Η γιαγιά μου μας μάλωνε αφού ξεσηκώναμε όλη τη γειτονιά. Μετά μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε και μας έφτιαχνε ρυζόγαλο. Οι παππούδες μας μας μεγάλωσαν μαζί με τους γονείς μας, μακάρι πολλά παιδιά να είχαν αυτήν την τύχη.
Μέχρι και σήμερα είμαι μη-καπνιστής. Χωρίς όμως να το ξέρω ως παιδί στο χωριό μάζευα καπνά τα οποία μετά περνούσα σε βελόνες. Πολλοί συγχωριανοί μας όπως και ο παππούς και η γιαγιά μου ζούσαν από την παραγωγή καπνού αφού ήταν η κύρια πηγή εσόδων στο χωριό. Έτσι πηγαίναμε στο χωράφι με τα γαιδουράκια μας φορτωμένα με δύο μεγάλα καλάθια. Ενώ εμείς, τα παιδία, το διασκεδάζαμε για τους άλλους μάλλον ήταν πολύ σκληρή δουλειά. Ήταν όμως και οικογενειακές στιγμές. Καθόμασταν κάτω από την καρυδιά και επεξεργαζόμασταν τα φύλλα καπνού. Την ώρα που η γιαγιά μου γέμιζε δέκα βελόνες με φύλλα εγώ κατάφερνα μόλις μια. Τον υπόλοιπο χρόνο ανεβαίναμε στην αυτοσχέδια κούνια που κρεμόταν από ένα κλαδί.
Oι μικρότεροι ήμασταν υπεύθυνοι για τα βατόμουρα και σμέουρα που φύτρωναν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Είχαμε μαζί μας πάντα κάποιο δοχείο και μαζεύαμε όσα μπορούσαμε. Μόλις φτάναμε στο σπίτι τρέχαμε απευθείας στη βρύση για να τα πλύνουμε και να πιούμε από το παγωμένο νερό. Αφήναμε το νερό της βρύση να τρέχει για να παγώσει το καρπούζι που βρισκοταν ακριβώς από κάτω. Το καρπούζι ήταν το επιδόρπιο μας... τα σμέουρα και τα βατόμουρα τα μοιράζαμε γεμάτη υπερηφάνεια στους άλλους. Εμείς τρώγαμε αρκετά καθώς τα μαζεύαμε.
Θα μπορούσα να γράφω ατελείωτες ώρες για τις ωραίες στιγμές με τα ξαδέρφια μου, για τα ωτία που έφτιαχνε η γιαγιά μου και για την αγάπη και ζεστασιά που μας χάριζαν τόσοι άνθρωποι όπως ο θείος Κώτσος, η θεία Βάση, η θεία Αγάπη (φωνή καμπάνα και πάντα μέσα στο κουζινάκι της μαγειρεύοντας πισία κ.α.), ή ο θείος Μουστάκας που μου προσέφερε ουίσκυ από τότε που ήμουν 10 χρονών, στο τέλος έπινα λεμόνάδα... και πολλοί άλλοι όπως οι παππούδες μου στη Γερμανία από τους οποίους έμαθα πολλά.
Συχνά μαζευόμαστε στο χωρίο όλοι μαζί και μαγειρεύουμε παραδοσιακά, ποντιακά και με πολλή αγάπη. Ζούμε μοναδικές στιγμές!
Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε αυτές τις στιγμές και αυτούς τους ανθρώπους. Είναι ωραίες αναμνήσεις που αποτελούν μέρος της ζωής μας. Σαν ένα φως που λάμπει πάντα, σαν τις πυγολαμπίδες...
Διάφορες φωτογραφίες: