Ο ΚΥΡ- ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ
Μια ζωή γεμάτη περιπέτεια
Ιωάννης Παπαδόπουλος και Γενοβέφα Καλπακίδου / του Επαμεινώνδα και της Δέσποινας / Κεχρόκαμπος (Τάροβα)
από το βιβλίο ΤΕΧΝΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, 2011 / Νεολαία ΟΣΕΠΕ
Γεννημένος στην Σαμψούντα (Αμισό) του Πόντου και μεγαλωμένος στον Καύκασο ο κυρ Απόστολος, δεν είδε με καλό μάτι, την αλλαγή του καθεστώτος στη Ρωσία, ίσως και να παρασύρθηκε από άλλους, ίσως και η νοσταλγία για την Μητέρα Ελλάδα, τον έκαμε να πει μια μέρα στο γέρο πατέρα του.
- «Κι μένομεν άλλο ση Ρουσία πατέρα. Η κουμούνα αστεία κε φτάει, έκλεισεν τα εκκλησίας, έκαψεν ατά. Ούτε εικόνας, ούτε τίποτα, πώς να μένομεν με τσι αντίχριστους; Εταγούτεψαν τα οικογένειας, επέρεν ατ’ς η σπασμονή. Θα φέβομεν για την Ελλάδαν. Άιτε, επάρτεν ίντιαν επορείτε και φέβομεν».
Πανικός έπιασε όλη την οικογένεια του κυρ Αποστόλου (παλικάρι τότε 22 χρονών), και άλλους μερικούς από τον Καύκασο, το 1917 και μαζεύτηκαν όλοι, η φαμίλια η δική του και του πατέρα του (10 άτομα) κάνανε μπόγους τα ρούχα τους και τα νοικοκυριά τους και μπάρκαραν για την Ελλάδα.
Η μαρτυρική περιπέτεια
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά και πίστευαν ότι πολύ γρήγορα θα έφταναν στον προορισμό τους.
Αμ’ δε! Μήνες κράτησε τούτο το ταξίδι. Θάλασσα και ουρανό έβλεπαν. Κύματα θεόρατα, σαν βουνά, που έλεγες ότι τώρα θα καταπιούν το καράβι.
Πέρασαν τη Μαύρη Θάλασσα με μαύρη την ψυχή και είχαν χάσει τις ελπίδες τους ότι τα βάσανά τους θα τελείωναν. Γιατί η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Οι ψείρες γέμισαν τα κεφάλια και τα κορμιά τους, έτσι όπως βρίσκονταν στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο.
Οι πιο καλοπερασμένοι δεν άντεξαν την κακοπέραση και πέθαναν πρώτοι. Η θάλασσα γέμισε αποθαμένους. Άλλους απ’ αυτούς τους έριχναν στους φούρνους για να βράζουν τα καζάνια και έτσι να φεύγει γρηγορότερα το καράβι, θυμάται ο κυρ Απόστολος και βουρκώνουν τα μάτια του.
Επί τέλους! Πέρασαν τον Βόσπορο, προποντίδα, Δαρδανέλια και μπήκαν στο Αιγαίο. Οι ελπίδες τους αναπτερώθηκαν. Έπλεαν σε ελληνική θάλασσα. Η μητέρα Ελλάδα τους αγκάλιαζε στοργικά. Συγκίνηση, δάκρυα, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, αλάλαζαν από άγρια χαρά. Γρήγορα θα πατούσαν χώμα Ελληνικό. Θα έτρωγαν λίγο ψωμάκι που μέσα στο καράβι το είχαν στερηθεί. Μια κουταλιά της σούπας φασόλια συσσίτιο για τον καθένα και ακείνο όχι κάθε μέρα.
Με μια χρυσή λίρα θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν ολόκληρη περιουσία και όχι δύο-τριών δραχμών σύκα για να φας, παραπονιέται ο κυρ Απόστολος. Και έπειτα ούτε και θα πουλούσε τα χρυσά σκουλαρίκια της γυναίκας του για μια χούφτα καλαμποκίσιο αλεύρι. Και το ταξίδι στο Αιγαίο συνεχιζόταν. Θα τελείωναν πια τα βάσανά τους και οι φόβοι τους. Θα ξεψειριάζονταν και θα ζούσαν σαν άνθρωποι. Θα στέριωναν τα νοικοκυριά τους...
Αμ’ δε! Τα βάσανά τους συνεχίστηκαν. Διαταγή πήρε το καράβι να πάει στη Μακρόνησο για καραντίνα. Άλλο μαρτύριο εκεί. Δυο μήνες στο ξερονήσι. Απογοήτευση!
-« Θεέ’μ τα βάσανα’μ κε τελέθαν ακόμαν. Εχάσα τη γαρή μ’, τα παιδία μ’, τσι συγγενείς μ’ », λέει ο δύστυχος κυρ Απόστολος και αναστενάζει βαριά. Η Μακρόνησος και η θάλασσα ήταν ο τάφος μερικών από αυτούς ».
Από εκεί το καράβι τράβηξε για την Πάργα. Πέρασαν τον Σαρωνικό, Κορινθιακό, αφήνοντας δεξιά κι αριστερά παραλίες και ακτές και στο βάθος του ορίζοντα τις κορυφές των βουνών να βροντοφωνάζουν την ελληνικότητά τους και βαθιά συγκινημένοι μπήκαν στο Ιόνιο. Φτάσανε στην Πάργα. Μόλις που πλησίαζε το καράβι και άρχισε να βγαίνει ο κόσμος και οι μπόγοι με τα σκουτιά, η θάλασσα θύμωσε, αγρίεψε λες και ήθελε να τους κρατήσει ακόμα στην αγκαλιά της. Ήθελε να τους έχει συντροφιά; Ποιός ξέρει! για να ρουφήξει και άλλους ταλαίπωρους και βασανισμένους; Χαιρότανε με την Οδύσειά τους; Δεν ξέρω!
Ο καπετάνιος πάσχιζε να δαμάσει τα κύματα. Μάταια όμως. Το καράβι κινδύνευε να τσακιστεί στα βράχια. Ώσπου πήρε την απόφαση να τραβηχτεί μέσα στα βαθειά, αφήνοντας στην αποβάθρα χωρίς λύπηση αυτούς που πρόλαβαν να βγούνε: άνδρες χωρίς γυναίκες, μανάδες χωρίς τα παιδιά τους, παιδιά χωρίς τις μανάδες και τους πατεράδες τους, γυναίκες χωρίς τους άνδρες τους, πράγματα χωρίς τους κατόχους τους και ταλαίπωρους χωρίς τα φτωχά νοικοκυριά τους.
Έπειτα από μερικές μέρες τέλειωσε η Οδύσσειά τους. Η θάλασσα γαλήνεψε και το καράβι τους ξέρασε σ’ ένα όρμο της Ηπείρου αποκαμωμένους και σκελετωμένους.
- « Από δέκα ανθρώπ’ που έμνες, επόμναμε οι μισοί. Και από εννιάμιση χιλιάδες που εσέβαμεν σα πλοία, έρθαμε σην Ελλάδαν πεντακόσιοι » λέει ο κυρ Απόστολος και δακρύζει...»
Τώρα τί θα γίνει; Παντού η ίδια κατάσταση. Ερημιά, ξεραΐλα, φτώχια. Δυστυχία! Τα λίγα λεφτουδάκια σώθηκαν. Η πείνα τους θέριζε. Δουλειά πουθενά. Κράτος πουθενά. Αγριόχορτα μεσημέρι – βράδυ, για να σταθούνε στα πόδια τους. Και ζητιάνος έγινε ο κυρ Απόστολος για να θρέψει την υπόλοιπη φαμίλια και εργάτης και μπιστικός και ό,τι φανταστείς.
- Θα φέβω ση Ρουσίαν πατέρα!
- Ντο λες γιάβρου μ’; αδάκα εν η Ρουσία;
- Αδά θα ψοφούμεν.
Ο δρόμος της επιστροφής
Και ο κυρ Απόστολος κεφάλι αγύριστο, ξεκίνησε για τη Ρωσία.
-« Ρε Πατριώτ’, θέλω να πάω ση Ρουσία. Ποίον δρόμο θα παίρω;»
-« Ση Ρουσίαν θες να πας; Απάγκεκα, πάει είνας έμπορος. Μετά τον, εντάμαν θα πας. Πάει σην Πρέβεζαν να πωλεί χτήναι.»
Παρ’ ότι τα πόδια του κυρ Απόστολου τρίκλυζαν από την πείνα, ξυπόλητος και κουρελιασμένος με μόνη δύναμη τη θέληση και τα νιάτα του, έφτασε τον έμπορο και παρέα κατέβηκαν στην Πρέβεζα. Ο έμπορος τον πήρε βοηθό του στο πούλημα και αφού τον είδε άξιο και δουλευταρά και καταφερτζή τον ξαναπήρε μαζί του για να κατεβάσουν και αρνιά και πρόβατα για πούλημα στην Αθήνα αυτή τη φορά.
Ξεκίνησαν λοιπόν με το κοπάδι για Πράβεζα. Στο δρόμο οι ληστές με τέχνασμα τους άρπαξαν μερικά αρνιά χωρίς αυτοί να μπορέσουν να τα γλυτώσουν, γιατί, με τις τρύπες που είχαν κάνει στο δρόμο, τα αρνιά εξαφανίζονταν στο άψε σβήσε.
Από την Πρέβεζα με καράβι έφτασαν στον Πειραιά και τα πούλησαν στα παζάρια της Αθήνας. Με το χαρτζηλίκι που του έδωσε ο έμπορος, ο κυρ Απόστολος αγόρασε μια αλλαξιά ρούχα και τσαρούχια και αφού ντύθηκε καλά, μπήκε στο τραίνο και έφτασε στη Δράμα. Και κει που έψαχνε για να βρει το δρόμο για τη Ρωσία, τον θέρισε τον δύστυχο η θέρμη και μια μέρα πέφτει στο δρόμο αναίσθητος. Ούτε και να συρθεί δεν μπορούσε για να βρέξει τη γλώσσα του με δυο σταγόνες νερό, που γάργαρο έτρεχε δίπλα του και άρχιζε να φωνάζει με όση δύναμη, του απέμενε. « Νερόοοο, νερόοοο, νερόοοο ».
Η καλή Μοίρα
Όμως ο κυρ Απόστολος είχε κάποια καλή μοίρα που κάπου – κάπου τον θυμόταν και έτρεχε κοντά του. Έτσι και τώρα. Ένας περαστικός, άνθρωπος χριστιανός, τον είδε σε κείνα τα χάλια, τον πήγε στο νοσοκομείο...Ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω δίνει μάχη με τον θάνατο. Πάλεψε και τον νίκησε.
- « Εκάτσα 22 ημέρας σο νοσοκομείον, και επεκεί εξέβα. Εκατήβα σην πλατείαν και από μακράν τερώ σ’ έναν τραπέζ’ να τρων κρέατα και πίνε κρασίν ».
Εκεί λοιπόν στο τραπέζι ο κυρ Απόστολος είδε κάποιο ταλαίπωρο ανθρωπάκι, που είχε μοιραστεί το ψωμί που είχε στο ταγάρι, με αυτόν, όταν ταξίδευε με το τρένο. Το ανθρωπάκι αυτό τον φώναξε, του χόρτασε την πείνα του, του φουκαρά και έτσι με την καλή του Μοίρα, όχι μόνο νίκησε τον Χάρο, αλλά νίκησε και την δυστυχία.
Νίκησε όπως νίκησαν όλοι, το ενάμισυ εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες της Μικρασίας που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους. Πάλεψαν και έδιωξαν τη φτώχια από την Ελλάδα με τους ντόπιους και τη μεγάλωσαν και την έκαμαν Σεβαστή στους ξένους, γιατί δεν έχασαν την πίστη στο Θεό και στην Πατρίδα. Οι κακουχίες και τα βάσαν τους χαλίβδωσαν και απέκτησαν νέες περιουσίες και νέες οικογένειες σε πείσμα των Μεγάλων που τους εγκατέλειψαν και τους πρόσφεραν βορά στους Τούρκους.
Και ο κυρ Απόστολος, το λοιπόν, αφού έκανε τον αγροφύλακα για κάμποσο καιρό και περπάτησε τους γύρω λόφους και βουνά και γνώρισε τις φυσικές ομορφιές της χιλιοτραγουδισμένης Ελλαδίτσας, μπήκε στ’ Αποσπάσματα για να διώξει τους Βουλγάρους, να πολεμήσει τους κομιτατζήδες που μόλυναν τ’ άγια χώματά της. Και θέριζε τον εχθρό όπου τον έβρισκε.
Ξύπνημα
Kαι μέσα στην παραζάλη της μέθης του, της μέθης που προερχόταν από μίσος εναντίον της αθλιότητας και του αγώνα για να επιζήσει αυτός και η πατρίδα του, κάτι σοβαρό ξέφτυσε στη μνήμη του. Ξέχασε ότι είχε αφήσει σε κάποιο χωριό της Ηπείρου τους δύστυχους γονείς. Μάταια τον περίμεναν, ρωτούσαν τα διαβατάρικα πουλιά, αφουκράζονταν μήπως τ’ αγέρι τους φέρι κανένα μήνυμα για το παιδί τους, μα τίποτα. Και έτσι τον θεώρησαν χαμένο, αποθαμένο. Και του έκαναν τα σαράντα του και τα εξαμήνια του και το χρόνο του και μοίραζαν κόλυβα στον κόσμο και έκλαιγαν και έσκιζαν από τα μοιρολόγια τους, τους αιθέρες, τα όρη και τα βουνά και τον είχαν ξεγραμένο...
Ώσπου...Ώσπου κάποια μέρα, όταν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, όταν άρχισε να του χαμογελάει η ζωή, κάτι έφεξε μέσα του και θυμήθηκε τους ταλαίπωρους γονείς του. Στα γρήγορα τους ταχυδρομεί τις πρώτες του οικονομίες, ένα χιλιάρικο και τους καλεί να έρθουν να τον βρουν. Κόντευαν οι δύστυχοι να πεθάνουν από το απρόσμενο νέο. Το παιδί τους, το χαμένο, ζει; Ειν’ αλήθεια; Δεν είναι αποθαμένος; Και τα κόλυβα και τα μνημόσυνα; Και έκλαιγαν τα καημένα τα γεροντάκια και ούρλιαζαν από χαρά. Και ήρθαν το λοιπόν και έζησαν όλοι καλά κι ευτυχισμένοι.
Και παντρεύτηκε και πάλι ο κυρ Απόστολος, την κυρά Κεράσα και απόκτησε πέντε παιδιά και δώδεκα εγγόνια και έγινε πρώτος νοικοκύρης στο χωριό του τον Κεχρόκαμπο (Δάροβα) Καβάλας. Αλλά και πρώτος στην σκοποβολή Έκανε όλους να τον σέβονται και τους εχθρούς να τον φοβούνται.
Μα και τ’ αγρίμια, όπου άκουγαν τα βήματά του και το τουφέκι του, έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν. Είχαν βογγίξει τα βουνά και τα λαγκάδια, οι ρεματιές και τα φαράγγια, από το τουφεκίδι. Περισσότερα από τα μαλλιά της κεφαλής του ήταν τ’ αγριογούρουνα που είχαν πέσει κάτω από το βόλι του. Αμέτρητα ζαρκάδια και λαγοί και λύκοι και αλεπούδες και πάσης φύσεως ζώα και αγριοπούλια βρίσκονταν κάτω από το στόχο του.
Και τώρα στα ενενήντα πέντε του, το λέει η καρδούλα του.
- « Μικρά ζώα επορώ και σκοτώνα τα. Μα τα τρανά κε πορώ. Κι ακούν’ εμέν τα ποδάρα μ’, ν’ ανεβαίνω σα ρασία. Άμαν, αμα ελέπω σο λαζούδι μ’ απές μουχτερόν εκάεν η γούναθεν » λέει ο κυρ Απόστολος και δακρύζει».
Ο κυρ Απόστολος απεβίωσε το 1986 ζώντας τον άδικο χαμό του μικρότερου εγγονού του που είχε το όνομά του, σε ηλικία 12 ετών.
Στην μνήμη του παππού μας Απόστολου Παυλίδη από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας.